ανεβατίζω

ανεβατίζω
1. ετοιμάζω προζύμι για να ζυμώσω ψωμί
2. ζυμώνω ψωμί με προζύμι που δεν είναι λειψό
3. (παθ., για το ψωμί) φουσκώνω, υφίσταμαι ζύμωση
4. πλειοδοτώ σε δημοπρασία
5. υπερτιμώ, ανεβάζω την τιμή σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”